Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

ΘEΡΙΣΤΗΣ και ΑΛΩΝΑΡΗΣ (Ιούνιος και Ιούλιος)


Επί δεκαετίες ο Αυλώνας υπήρξε  κατ’ εξοχήν  γεωργικός τόπος, όπου καλλιεργούσαν πολλά σιτηρά. Αυτή η καλοκαιρινή περίοδος ήταν η πιο κουραστική και μαζί η πιο χαρούμενη: άρχιζε το θέρος  και έφθανε η ανταμοιβή των κόπων κάθε νοικοκύρη. Το φθινόπωρο έριξε το σπόρο και τώρα ήταν η ώρα να μαζευτεί η σοδειά και να βγει το ψωμί της οικογένειας για όλο το χρόνο.       
 Το θέρος άρχιζε από τον Μάϊο που θέριζαν πρώτα το σανό, την τροφή για τα ζώα. Όλες  οι αγροτικές εργασίες  γίνονταν με τα  ζώα, δηλαδή το όργωμα και η σπορά των ψυχανθών, πρώτα τα κουκιά και ο βίκος  και μετά το κριθάρι και το σιτάρι. Όλοι όσοι ήταν γεωργοί είχαν ζώα, συνήθως  2 μεγάλα μουλάρια ή φοράδα και άλογο. Τα γαϊδουράκια ήταν επίσης απαραίτητα  για να τους μεταφέρουν καβάλα στις μεγάλες αποστάσεις. Θέριζαν λοιπόν το σανό και το βίκο για τα ζώα το Μάιο και το Θεριστή (τον Ιούνιο),  το κριθάρι,  τη βρώμη και το σιτάρι.
Επειδή  η σπορά με τα ζώα ήταν πολύ κοπιαστική όσο καλό «ζευγάρι» (2 ζώα) και αν είχε κανείς έσπερνε έως 5 στρέμματα την ημέρα. Γι αυτό και το πολύ που έσπερνε ένας καλός  νοικοκύρης  ήταν 100-120 στρέμματα σιτάρι. Αυτά όμως όταν ερχόταν το θέρος ήταν μεγάλο άγχος αφού  η συγκομιδή έπρεπε να γίνει πολύ γρήγορα επειδή τα σπαρτά μετά την ωρίμανσή τους ξηραίνονταν πολύ από τον ήλιο και τινάζονταν ο σπόρος .Έπρεπε να θεριστεί το κάθε χωράφι στην ώρα του. 
Γι΄ αυτό και λέγεται «Θέρος, Τρύγος, Πόλεμος» ενώ στον Αυλώνα είχαν και ένα ιδιαίτερο γνωμικό για την περίπτωση αυτή: «στο θέρος και στις ελιές να ερχόταν ο Χάρος να μ΄ έπαιρνε, στο πανηγύρι και στο γάμο να ερχόταν ο Χάρος να μ΄ έφερνε (πίσω)».
Ο θερισμός γινόταν με δρεπάνι, κυρίως από γυναίκες, που για να προστατεύονται από το λιοπύρι έβαζαν  ανάμεσα στα  μαντήλια που φορούσαν εφημερίδες για να τους κρατούν  περισσότερο ίσκιο. Μάζευαν τα στάχια σε  χερόβολα. Τα χερόβολα, 5 -6 μαζί, έκαναν ένα δεμάτι. Αλλά  και οι μεγαλύτερες γυναίκες  που έμεναν στο σπίτι συμμετείχαν στο γενικό ξεσηκωμό του χωριού: έφτιαχναν  «τα δεματικά». Χρησιμοποιούσαν την βρίζα της οποίας η καλαμιά είναι μακριά και ανθεκτική, την οποία από το βράδυ είχαν βρέξει και σκεπάσει με βρεγμένες κουρελούδες για να μαλακώσει. Το πρωϊ την πατούσαν βρεγμένη για να μαλακώσει και έπλεκαν με ιδιαίτερη τέχνη τα δεματικά. Ένωναν τις άκρες από τα δύο «μάτσα» της βρίζας και τα περνούσαν στον τράχηλό τους. Έστριβαν πρώτα το ένα μάτσο και μετά το δεύτερο και έτσι φτιαχνόταν ένα στριφτό κορδόνι, το δεματικό, κατάλληλο για να δεθούν τα χερόβολα σε «δεμάτια». 
Την τελευταία μέρα του θερισμού έσφαζαν ένα αρνί ή κατσίκι και έτρωγαν όλοι μαζί το λεγόμενο «καρποθέρι». 
Παρόλο που η δουλειά  ήταν  πολύ κουραστική, γιατί η ημέρα ήταν μεγάλη και η δουλειά  άρχιζε πολύ νωρίς το πρωί και ο γυρισμός γινόταν όταν βασίλευε ο ήλιος, οι θεριστές τραγουδούσαν ή  έλεγαν ιστορίες. Παρ’  όλη την κούραση, γέλια και τραγούδια ακούγονταν απ’ όλες τις συντροφιές. 
Στο χωριό υπήρχαν και τα κάρα, στα οποία έβαζαν «παραπέτια» , δηλαδή ξύλινα πλαίσια για να μεγαλώνει η επιφάνεια και κουβαλούσαν τα δεμάτια από τα μακρινά μέρη π.χ. Βουργένι.




 Επειδή όμως  το κάρο με τα δεμάτια φάρδαινε πολύ, δεν χωρούσε να περάσει από την παλιά σιδερένια γέφυρα που υπάρχει ακόμη και σήμερα γι αυτό και περνούσαν μέσα από το ποτάμι το οποίο ως χείμαρρος, το καλοκαίρι δεν είχε νερό. Μετέφεραν λοιπόν τα δεματικά με τα ζώα στο αλώνι όπου με μεγάλη  τέχνη τα έστηναν σε μεγάλες σχεδόν κωνικές κατασκευές, τις «θημωνιές».
Φρόντιζαν μάλιστα να τοποθετούν τα δεμάτια με τα στάχυα με τέτοιο τεχνικό τρόπο ώστε αν έπιανε βροχή το νερό δεν περνούσε μέσα στη «θημωνιά» αλλά έφευγε προς τα έξω.
Το πρώτο  αλώνι ήταν τόπος στρωμένος με πέτρες στη σειρά το λεγόμενο «κουρασάνι», ήταν κυκλικό με διάμετρο  περίπου 10 τετραγωνικά μέτρα. Στη μέση υπήρχε ένας πάσσαλος που λεγόταν  «στραμπουλάρι»,  ίσιος και ψηλός και εκεί έδεναν  τα ζώα.
Στα ζώα έζευαν   το «ντουγένι», σανίδα με  1,20μ. μήκος και 0,50μ. πλάτος,  πελεκημένη  από πεύκο που στο κάτω μέρος είχε μπηγμένες μέσα στο ξύλο, σιδερένιες «γύφτικες» λεπίδες για να τσακίζεται το άχυρο και να τρίβεται από το στάχυ ο καρπός.  Το αλώνισμα άρχιζε από τα έξω προς τα μέσα καθώς τα ζώα αργά-αργά περπατούσαν κυκλικά γύρω από το στραμπουλάρι σέρνοντας πίσω τους το ντουγένι.
Επειδή το άχυρο και ο καρπός απλώνονταν χρησιμοποιούσαν το «καρπελό» δηλαδή  ξύλινη  πηρούνα με 3-4 δόντια που μάζευαν την παραγωγή και την έριχναν πάλι στο κέντρο  μέχρις ότου αλωνιστούν καλά. Μετά με τη βοήθεια του αέρα λίχνιζαν το άχυρο και ο καρπός πιο βαρύς έπεφτε στα πόδια του λιχνιστή. 

Κατόπιν περνούσαν τον καρπό από ένα μεγάλο ειδικό κυκλικό κόσκινο «το δρυμόνι» που στο κάτω μέρος είχε σπειρωτά σύρματα. Το «δρυμόνι» σε μια του άκρη είχε μια θηλιά που χρησίμευε για να κρεμιέται το εργαλείο στον τοίχο. Σε αυτή την θηλιά έμπηγαν 2 δόντια από το καρπελό το οποίο στηριζόταν κάθετα στη γη και άρχιζαν να αιωρούν το δρυμόνι πέρα δώθε ώσπου να καθαρίσει καλά ο καρπός του σιταριού από ξένα σώματα. Όταν ήσαν δύο  άτομα δεν χρειαζόταν το καρπελό παρά αιωρούσαν πέρα δώθε το δρυμόνι. Καθαρισμένος ο καρπός έμπαινε σε μεγάλα τσουβάλια  και τον είχαν  έτοιμο για το μύλο για αλεύρι αλλά και για τη σπορά της επόμενης χρονιάς.
Το άχυρο το μάζευαν σε μεγάλα τσουβάλια, τα «χαράρια»  υφασμένα από τράγινο μαλλί και πολύ φαρδιά τα οποία συγκέντρωναν στον αχυρώνα. Το άχυρο ήταν τροφή για τα ζώα.   
Στα μάτια των παιδιών όλη αυτή η διαδικασία είχε τη διάσταση του πανηγυριού. Βοηθούσαν με ενθουσιασμό   φροντίζοντας το νοικοκυριό, πηγαίνοντας στο χωράφι δροσερό νερό από τη βρύση της πλατείας, σκαρφαλώνοντας στις θημωνιές ή ανεβαίνοντας στο ντουγένι για να το κάνουν βαρύτερο και να τελειώσει πιο γρήγορα το αλώνισμα.                                                          
 Τα πρώτα χρόνια   της δεκαετίας του ΄50 αλώνιζαν  κατ’ αυτό τον τρόπο μόνο  τα  κουκιά και τα ρεβίθια. Τα υπόλοιπα σιτηρά    τα αλώνιζαν με αλωνιστικές μηχανές που υπήρχαν δύο στον Αυλώνα.  Μετά το 1960 άρχισε η καλλιέργεια να γίνεται με τρακτέρ,  που τα περισσότερα γεωργικά σπίτια είχαν αγοράσει. Τότε έσπερναν  περισσότερα στρέμματα. Ο θερισμός άρχισε να γίνεται με θεριστικές μηχανές. Μέχρις ότου ήρθαν οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές  και ο θερισμός και αλωνισμός γίνεται ταυτόχρονα. Στις μέρες μας τα ντουγένια, καρπελό κ.λ.π. τα συναντάμε μόνο  ως εκθέματα σε λαογραφικά μουσεία.                          


Τα κείμενα έγραψε η πρεσβυτέρα Ευαγγελία Βόγκλη-Χρυσούλα και έχουν ήδη δημοσιευθεί και στο φύλλο Ιουνίου 2012 της εφημερίδας του Συλλόγου μας