Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΙΚΑΚΗΣ

«Ακούσιοι Δραπέτες» είναι η τελευταία ποιητική συλλογή του Γιάννη Γκικάκη την οποία υπογράφει  ποιητικά σαν Άρης  Ρωμανός. Το απόγευμα της Κυριακής 10 Απριλίου 2011 έγινε η παρουσίαση του βιβλίου στο κέντρο «Αλώνι» στον Ωρωπό. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη από κατοίκους της ευρύτερης περιοχής και φίλους, όπως ανέφερε  ο ποιητής,  και μέσα στους φίλους ήταν πολλοί συντοπίτες μας, συμμαθητές του από το Γυμνάσιο του Αυλώνα  και συνάδελφοι του από την Αεροπορία. Με μεγάλη συγκίνηση υποδέχθηκαν οι Αυλωνίτες αυτή την ποιητική συλλογή,  γιατί ο Γιάννης Γκικάκης έχει συμπεριλάβει σ’ αυτήν, τρία ποιήματα  για το Σάλεσι, και μας ξετυλίγει εικόνες από την δύσκολη εκείνη εποχή της δεκαετίας ’50-‘60  και την εφηβική του ηλικία.
'' Η βραδιά απόψε είναι αφιερωμένη στον Αυλώνα!'' ανέφερε ο ποιητής  προς τον Σύλλογο Αυλωνιτών «ΤΟ ΣΑΛΕΣΙ», ο οποίος προσκλήθηκε και συμμετείχε στην εκδήλωση με εκπροσώπους και μέλη του. Ο ποιητής μετά από αίτημα της Γραμματέως του Συλλόγου υπέγραψε με σεμνότητα το βιβλίο με την ποιητική του συλλογή, το οποίο θα κοσμήσει την βιβλιοθήκη του Συλλόγου. Εκτός από τον ποιητή και τη συλλογή του, ξαναζωντάνεψαν οι μνήμες για τους μαθητές της δεκαετίας ’50-’60  του Γυμνασίου Αυλώνα, όταν υποδέχθηκαν τις αγαπημένες τους καθηγήτριες, Πηνελόπη και Άρτεμι Στασινοπούλου που παραβρέθηκαν στην εκδήλωση και προλόγισαν το έργο του ποιητή.   
Την  εκδήλωση έκλεισαν δύο ομιλητές  από τον Αυλώνα και μέλη του Συλλόγου μας, οι οποίοι ανέβασαν στο ζενίθ την ήδη φορτισμένη συγκινησιακά ατμόσφαιρα: 
1)Ο Αντιπρόεδρος του Συλλόγου κος Ν.Οικονομίδης, ο οποίος απηύθυνε  χαιρετισμό εκ μέρους της  Διοικούσας Επιτροπής και ανακοίνωσε ότι ο Σύλλογος με ομόφωνη απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής, θα ανακηρύξει επίτιμο μέλος  του Συλλόγου μας  τον Γιάννη Γκικάκη για την προσφορά και την αγάπη του στον Αυλώνα.
2)Η κα Σαμπάνη Γιούλα, η οποία απήγγειλε ένα δικό της ποίημα που έγραψε προς τιμή της καθηγήτριας της, κας Στασινοπούλου Αρτέμιδος.


Η πρεσβυτέρα Ευαγγελία Βόγκλη-Χρυσούλα, ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου μας, παρέστη στην εκδήλωση για τον Γιάννη Γκικάκη και συγκινημένη απέστειλε μετά την εκδήλωση, την παρακάτω ανοιχτή ευχαριστήρια επιστολή:

                                      Προς τον κο Γιάννη Γκικάκη
                                   Ευχαριστήρια  ανοιχτή επιστολή

Την  Κυριακή 10/04/2011  μαζί με πολλούς άλλους Αυλωνίτες, βρεθήκαμε στον Ωρωπό, στην παρουσίαση των ποιημάτων «Ακούσιοι Δραπέτες» του  Γιάννη Γκικάκη. Είμαστε οι περισσότεροι  μαθητές του Γυμνασίου Αυλώνα των δεκαετιών ’50-’60 στο οίκημα του Βαγγέλη και της Τσίας Σαμπάνη. Κύριε Γκικάκη, ένα δημοτικό  τραγούδι λέει : «να ‘σαν τα νιάτα δυο φορές». Εσείς κύριε Γκικάκη κατορθώσατε το ακατόρθωτο. Μας γυρίσατε 50 χρόνια πίσω, μας γυρίσατε μέσα στις αίθουσες του σχολείου μας.  Είδαμε  πάλι τους παλιούς συμμαθητές μας, όπως ήτανε τότε, είδαμε πάλι τους καθηγητές μας να μας διδάσκουν και να μας γαλουχούν με τα νάματα που πρέπει  να γαλουχηθούν όλοι οι πραγματικοί Έλληνες. Η συγκίνηση και ο ενθουσιασμός όλων ήταν τόση , που δεν μπορώ παρά  να σας ευχαριστήσω  και δημόσια γι΄ αυτή την  χαρά που μας χαρίσατε, αλλά και για το υπέροχο βιβλίο που μας στηρίζει, μας θυμίζει και μας παρηγορεί, γιατί βλέπουμε πως δεν χαθήκανε όλα.   «Μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμεί». Κύριε Γκικάκη   είστε πραγματικός Έλληνας. 
 Σας θαυμάζω και σας ευχαριστώ.
Πρ.Ευαγγελία Βόγκλη-Χρυσούλα




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ  ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ  ΓΙΑΝΝΗ  ΓΚΙΚΑΚΗ

Ο Γιάννης Γκικάκης  γεννήθηκε στον Ωρωπό  το 1941. Μέχρι το 1961 έζησε στον Ωρωπό. Φοίτησε στο νεοσύστατο τότε Γυμνάσιο του Αυλώνα  και στη συνέχεια πέρασε στην ΣΤΥΑ . Σήμερα είναι απόστρατος αξιωματικός της αεροπορίας και ζει πλέον μόνιμα στον Ωρωπό με την οικογένειά του. Με την λογοτεχνία ασχολήθηκε περιστασιακά από τα παιδικά του χρόνια. Δύο παιδικά του ποιήματα δημοσιευτήκαν το 1953-1954 στην «Διάπλαση των Παίδων». 
Το 1962-65 συνεργάζεται με το «Φως των Σπορ»   όπου πέρα από το αθλητικό ρεπορτάζ γράφει και  «Τα Έμμετρα Πορτραίτα των 'Ασσων» σε δική του στήλη  με το ψευδώνυμο «Άρης Ρωμανός». 
Το 1963 έγραψε το μοναδικό θεατρικό του έργο «Στη Σκιά της Αγχόνης» για της ανάγκες της θεατρικής ομάδας του «Αγροτικού και Μορφωτικού Συλλόγου του Ωρωπού».
Το 1965-68 γράφει στην «Εθνική Φωνή» των Χανίων. Κάποια ποιήματά του μελοποιήθηκαν και κυκλοφόρησαν  το 1968-69 σε δίσκους από την AMI RECORDS, με τους AIR BOYS.
Έχει γράψει μέχρι σήμερα τρία βιβλία  :  
α)«Η Ιστορία του Ωρωπού»

β)«Η Ιστορία του Ποδοσφαίρου του Ωρωπού»
γ) «Ακούσιοι Δραπέτες». 
Ποιήματα και διηγήματα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά κατά καιρούς.




Παρακάτω δημοσιεύονται δύο ποιήματα του Γιάννη Γκικάκη αφιερωμένα στο Σάλεσι των μαθητικών του χρόνων.

 Το μονοπάτι
(Γυμνάσιο Σάλεσι 1956)
Ξεκίναγαν πουρνό-πουρνό πολύ πριν να χαράξει, 
πριν  να λαλήσει πετεινός, τα γίδια πριν σκαρίσουν
στο Σάλεσι να φτάσουνε να μπούνε μες την τάξη
πριν το κουδούνι ακουστεί κι οι αίθουσες γεμίσουν.

 Μέσα στον ύπνο το βαθύ τους σκούνταγε η μάνα.
 «Ξύπνα παιδί μου, ξύπνησε καλό μου παλικάρι.
σου 'φτιαξα τσάι του βουνού μαζί με ματζουράνα.
Ξύπνα γιατί θα ματαρθεί ο ύπνος να σε πάρει.»

«Ξύπνα και θα 'ρθουν τα παιδιά. Να μη σε περιμένουν.
Σου έβαλα λίγο ψωμί κι ελιές μέσα στη σάκα.
Σήκω βλαστάρι μου γλυκό, λίγα λεπτά σου μένουν,
σε λίγο τ' άλλα τα παιδιά θαν' στη μεγάλη λάκα.»     

Πονούσε η μάνα η καψερή που ξύπναγε το γιό της
μες στα βαθιά μεσάνυχτα πού 'ναι γλυκός ο ύπνος.
Έβαζε γλύκα στη φωνή μαζί και παρακάλια
κι απέξω στα λιθαριακά 'λυχτούσαν τα τσακάλια. 
 
Γύριζε ο γιος της το πλευρό, ύπνο για να ξεκλέψει,
μες στις πονόβες τις ζεστές λίγο να χουχουλιάσει.
Μα έπρεπε να σηκωθεί, τη σάκα να μαζέψει
και τα παιδιά που έρχονταν, στο δρόμο να προφτάσει.

Κι η μάνα γλυκομίλητη του χάιδευε το κεφάλι
και του ψιθύριζε γλυκά, να μη τονε ταράξει.
«Σήκω καρδούλα μου γλυκιά, σήκω να πιεις το τσάι.
Σου 'χω και δυο Kαψαλιαστές γεμάτες πετιμέζι.»

Σαλτάρει ο γιος της βιαστικός, «στο πόδι τρώει και πίνει.
Φτιάχνει τη σάκα με σπουδή και ο βοριάς σφυρίζει.
Ξοπίσω τρέχει η μάνα του και κάτι τι του δίνει.
«Πάρε την κάπα του παππού άρχισε να χιονίζει.»

Εκεί στη διασταύρωση τρία παιδιά ανταμώνουν.
Παίρνουν το δρόμο βιαστικά, παίρνουν την ανηφόρα.
Ειν' ο Λωνίδας ο μικρός κι ο Γιάννης του 'Δυσσέα
 του Κοροβέση ο Κωστής που όλο μετράει την ώρα.

Σε λίγο φτάνουν στα ψηλά, στ' Αϊ Γιώργη τις στροφούλες.
Το καντηλάκι του θωρούν και κάνουν το σταυρό τους.
Μέσα στο μαυροσκόταδο μερεύουν οι καρδούλες.
Ψιθυριστά λεν προσευχή στον άγιο το δικό τους.

Λίγο μετά απ' τη στροφή μπαίνουν στο μονοπάτι.
Το μονοπάτι που 'βγαζε στις Αρμενιάς τους βράχους
Που έβγαζε στο Σάλεσι, 'σα που 'φτανε το μάτι.
Δυο ώρες δρόμος μοναξιάς, γιομάτος από δράκους.

Και ήταν μισή οργιά στενό, σε σκίνα και σε πεύκα
που φτάνανε ψηλόκορφα στον ουρανό απάνω.
Και δεν φαινόταν ουρανός και τη νυχτιά Φεγγάρι
και που σκιαζόνταν τα παιδιά η λάμια μη τα πάρει.

Μα τούτο το ξημέρωμα δεν είχε βγει Φεγγάρι. 
Το χιόνι έπεφτε πυκνό κι όλα λευκά ντυμένα.
Απόψε δεν θα τόλμαγε κανένα παλικάρι,
μα τα παιδιά συνέχιζαν να Φτάσουν τα καημένα.

Τριζοβολούσε με θυμό στο πάτημα το χιόνι
από τα τρυπιοπάπουτσα -της ΟΥΝΤΡΑΣ- που φορούσαν,
Το χιόνι γέμιζε πυκνό των παπουτσιών τα μπόσκα,
μα τα παιδιά συνέχιζαν. Να Φτάσουνε ποθούσαν.

Σκούπιζαν απ' τα τσίνορα το χιόνι που κολλούσε,
το δρόμο να μη χάσουνε, στο δάσος μη χαθούνε
και το καθένα έσφιγγε τα δόντια όσο μπορούσε .
Τρέμανε τα τσαούλια τους και «ψάχναν» να τα βρούνε.

Τις πατατούκες σήκωναν πάνω απ' το κεφάλι,
να το κρατήσουνε ζεστό, μα και στεγνό συνάμα.
Τα ξωτικά να διώξουνε και να θαρρέψουν πάλι, 
Φωνές του Φόβου έβγαζαν μα και τραγούδια αντάμα.

Μα κάπου εκεί στο διάσελο λίγο αναθαρρήσαν.
Εκεί Ψηλά απέναντι φανήκανε δυο φώτα.
'Ηταν εκεί το Σάλεσι και του σχολειού η πόρτα.
Ανάσα πήρανε βαθιά, 'σα κάτω ροβολλήσαν.

Πέρα από τα βλάχικα ακούστηκαν κοκόρια,
 μα κι αλυχτήματα σκυλιών και κοπαδιών τροκάνια.
Τώρα ήταν κατήφορος, βγάλαν φτερά τα πόδια.
Λίγο πιο κει μουγγάνιζαν του Λιάκουρη τα βόδια.

Στου Βουργενιού το πέρασμα που ήταν Φουσκωμένος,
βουλιάξανε τα πόδια τους μες σε νερό και λάσπη
και ο Λωνίδας ο μικρός κόλλησε ο καημένος.
Μα μονομιάς τον τράβηξαν με δύναμη οι άλλοι.

Μ' όσες δυνάμεις έμεναν, συνέχισαν το δρόμο,
λιπόσαρκα λιανά κορμιά, της κατοχής η γέννα
μα σήκωναν τα όνειρα στον παιδικό τους ώμο.
Είχαν στομάχι μια σταλιά και μια καρδιά ένα στρέμμα.

Μπήκαν στην άκρη του χωριού κι άρχιζε να χαράζει.
Ήταν μπούζι τα πόδια τους, τα μάγουλα αναμμένα.
Τραγούδι πιάσαν χαρωπό κι ο κόσμος τους κοιτάζει,
πίσω απ' τα τζάμια τα θολά με άχνα γεμισμένα

Και φτάσανε στη πέτρινη αυλή του Γυμνασίου.
Έξω η θεια Τσία τάιζε με σκύβαλα τις κότες.
Ο κυρ' Βαγγέλης έριχνε άχυρο στα μουλάρια
κι οι μαθητές εβγήκανε, φωνάζοντας, στις πόρτες.

Πλύναν τα λασποπάπουτσα πριν μπούνε μες στην τάξη,
μες στις κουρούτες της αυλής που πότιζαν τις γίδες.
Τίναξαν το σακάκι τους στην αίθουσα μη στάξει
και μπήκανε καμαρωτοί που πρόλαβαν τις γκρίνιες.

Πήρε το απουσιολόγιο του Πατσουλέ η Βούλα.
«Παρόντες» εσημείωσε κι ήταν φχαριστημένη.
Μα και τα άλλα τα παιδιά χαρούμενα φωνάζαν
«καλώς τους, τους εξ Ωρωπού, κι ας είναι παγωμένοι ».

Κι ήταν ο Κώτσος Σακαής κι ο Γιώργος Μητσιγάτσης,
ήταν κι ο Τάκης Κυριακού κι ο Δάβρης ο Μανώλης,
ήταν κι ο Γιώργος ο Λαδάς κι ο Παπαθεοφάνους
και ο Σωτήρης ο Μαντάς κι ο Νίκος Δημαντώνης.

Μα και η Σούλα η όμορφη με τις πυκνές τις μπούκλες,
Του Ζαρογκίκα η Δήμητρα και η Παπά κι η Σύρμα
κι η Βασιλά η Αγγελική κι απ 'το Χαλκούτσι ο Δάβρης .
Ήταν κι απ' το Συκάμινο του Μαλακού ο Βασίλης.

Ήτανε και ο Νέστορας απ' τη Μαυροσουβάλα,
που πήγαινε ως το σταθμό στο δίκυκλο καβάλα.
Βασίλη τον ελέγανε, του Παπαβασιλείου,
που όλο πλάκες έκανε την ώρα του σχολείου.

Και ξάφνου όλοι σώπασαν. Κάθησαν στα θρανία.
Η αίθουσα εγλύκανε η Αρτεμις σαν μπήκε,
που στο δικό της μάθημα δεν νιώθανε ανία
κι η τάξη εζεστάθηκε και το ρυθμό της βρήκε.

Την άλλη ώρα μάθημα με την κυρία Πόπη
που αρχαία μας εδίδασκε με ζήλο και αγάπη.
Και 'κει μετά τα δύσκολα, άλγεβρα με Σαράφη
κι ο γυμναστής Γορδοβανάς που έμενε στο ράφι.

Έτσι ήτανε τα πράγματα την εποχή εκείνη,
φτώχια και πείνα και χαρά, όλα ανακατεμένα.
Μα απ' τη μνήμη μας αυτά, τίποτα δεν τα σβήνει.
Είμαστε όλα τα παιδιά φτωχά μα ευτυχισμένα.
(Ωρωπός, 20 Οκτωβρίου 2010) 


 Σάλεσι (1957)
 (Κακοσάλεσι)
Κάτω απ' τα βραχοπέτρινα φτερά της Αρμενιάς
απλώνεται σαν ζωγραφιά τρανό κεφαλοχώρι.
Τα έλατα της Πάρνηθας φορά για πανωφόρι
και το χειμώνα άγρια το δέρνει ο χιονιάς.

Κακός Αλής και τύρανος τού 'δωσε τ' όνομά του
κι η ιστορία του χωριού χάνεται στους αιώνες.
Του Αγι' Αντώνη το ναό έχει για κόσμημά του
 και οι γριούλες στις αυλές γνέθουν τις ρόκες μόνες.

Περήφανοι οι κάτοικοι για την καταγωγή τους
εργατικοί κι αγέρωχοι τη γη καλλιεργούσαν,
να ζήσουν τις φαμίλιες τους με την παραγωγή τους
και τα κοπάδια στις πλαγιές της Αρμενιάς βοσκούσαν.

Κι όταν δουλειά δεν είχανε να κάνουν στο χωράφι
ξεκίναγαν για το βουνό καβάλα στα μουλάρια,
για κούτσουρα από έλατα, ρίζες από πουρνάρια
γιατί ο χρόνος στο χωριό ποτέ δεν πάει στράφι.

Αργά τα απογέματα εκεί στα καφενεία
που ήταν γύρω στο σταθμό και πάνω στην πλατεία,
πίνανε το κρασάκι τους και λέγανε αστεία,
να ξεγελάσουν τους καημούς που φέρνει η πενία.

Χαρακωμένα πρόσωπα από τις κακουχίες
κι από του χρόνου τη Φθορά που φαίνονταν στα μάτια,
 γαλήνια κουβεντιάζανε, μάζευαν τα κομμάτια
μίας ζωής μυριόπαθης απ' τις κακοτυχίες.

Κι εμείς γυμνασιόπαιδα μικρά φτωχά ξενάκια
στο Σάλεσι πηγαίναμε να μάθουμε «δυο γράμματα».
Ήτανε δύσκολοι καιροί και δύσκολα τα πράγματα
μα βρίσκαμε τη θαλπωρή στα ντόπια τα κονάκια.

Έτσι κυλούσε η ζωή την εποχή εκείνη
εκεί στο  Σάλεσι στης Αρμενιάς τα μέρη,
κόσμος ζεστός φιλόξενος με ανοιχτό το χέρι
που στο διαβάτη ήξερε ζεστό ψωμί να δίνει.
(Νοέμβριος 1961)

(Αφιερώνεται στους αποδημήσαντες Σαλεσαίους γέροντες της εποχής εκείνης: Γιώργο Χασιώτη, Τάσο Γραίγο, Βασίλη Μαντά, Νίκο Σαμπάνη, Γιάννη Σαμπάνη, Κώτσο Ρούσση, Παντελή Θέμελη, Παντελή Δάβρη, Γιώργο Δάβρη, Γιάννη Λιάκουρη, Θανάση Λιάκουρη, Φ. Λέκα, Α. Λέκα, Γ. & Ι. Λέκα, Μ. Πατσουλέ, Αθ. Πατσουλέ, Γ. Πατσουλέ, Σπ. Δάκο, Θ. Δάκο, ι. Δάκο, Χ. Μακρή, Γ. Τσάμη, Κ. & Α.Μαγγίνα, Γ. & Σ. Ζαρογκίκα, Ταξ. & Γ. Χασιώτη, Γ. & Αρ. Σκλιά, Σ. & Χ. Σιδέρη, Σ. Χ.& Π. Μπουγέση, Φ. Λιάτη, Κ. Ροκάνης, Ι. Γρ. & Γ. Σταμολέκα, Φ. Σύρμα, Ι. Σαμπάνη, Αλ.Φίστη,Κυριακού, Καβά, Δημαντώνη, Νάνο, Μωραϊτη , Τόλια, Τσάμη, Γούβα, Ποταμιάνο, Λιάκουρη, Μακροδημήτρη, Μπερτόλη, Πετρόγιαννο, Ματζουράνη, αλλά και όσους η μνήμη μου αδυνατεί να ανακαλέσει σήμερα.)